αδιαπαιδαγώγητος

αδιαπαιδαγώγητος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί, δεν έχει μορφωθεί: Ο λαός της αρχαίας Σπάρτης ήταν πολιτικά αδιαπαιδαγώγητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδιαπαιδαγώγητος — η, ο [διαπαιδαγωγώ] αυτός που δεν διαπαιδαγωγήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθεί, να τού δοθεί η κατάλληλη αγωγή, αμόρφωτος, απαίδευτος, απολίτιστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”